- αργυρόχρυσος
- -η, -ο (Μ ἀργυρόχρυσος, -ον)ο κατασκευασμένος από άργυρο και χρυσό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek